Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ποίησίν τε καὶ π

См. также в других словарях:

  • μεταφέρω — και μεταφέρνω (ΑΜ μεταφέρω, Μ και μεταφέρνω) 1. μετακινώ κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, διακομίζω («μετέφερα τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο») 2. (για κτήματα ή χρήματα) μεταγράφω από το όνομα τού παλαιού ιδιοκτήτη στο όνομα τού αγοραστή,… …   Dictionary of Greek

  • ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… …   Dictionary of Greek

  • Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • Γουναρόπουλος, Γεώργιος — (Σωζόπολη Βουλγαρίας 1890 – Αθήνα 1977). Ζωγράφος. Ο Γ., γνωστός και ως Γουναρό, ήταν γιος Ελλήνων ψαράδων της Μαύρης θάλασσας. Σε ηλικία δεκαέξι ετών ήρθε στην Ελλάδα και γράφτηκε στο Σχολείο των Τεχνών, όπου σπούδασε ζωγραφική έως το 1912. Μετά …   Dictionary of Greek

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

  • νηστικός — (I) ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νηστικός, ή, όν) [νήστις] αυτός που δεν τρώει ή που δεν έχει φάει τίποτε για ένα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το κανονικό, άσιτος νεοελλ. μσν. 1. αυτός που δεν είναι πιωμένος ή που δεν έχει μεθύσει, ξεμέθυστος 2.… …   Dictionary of Greek

  • ευκολία — η (ΑΜ εὐκολία, Μ και εὐκολιά) [εύκολος] η ιδιότητα τού εύκολου, η ευχέρεια, η άνεση (α. «ευκολία στο γράψιμο» β. «εὐκολία πρὸς τὴν ποίησιν» ικανότητα, ευχέρεια στο να γράφει κάποιος στίχους, Πλούτ.) νεοελλ. 1. χρηματική διευκόλυνση, εκδούλευση,… …   Dictionary of Greek

  • CHEMIA — Suidae Χήμεια, aliis Veterum Χημεία et Χημευτικὴ, infirmae Graeciae Auctoribus Α᾿ρχημία, Firmico Scientia Chimiae, l. 3. c. 15. in Lexico huius Artis ἱερὰ καὶ θεία τέχνη, sacra et divina Ars, est quam hodie Chymiam vocant et Alchymiam, quasi ἀπὸ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LYCURGUS — I. LYCURGUS Nemeae Rex, Archemori pater. Stat. Theb. l. 5. v. 638. 647. 653. 696. et 702. It. Lycurgus Gigas ab Osiride in Thracia peremptus. Berosus l. 5. Diod. Sic. l. 1. II. LYCURGUS Rhetor Atheniensis magni nominis, duodeoim Annis reditus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ορχηστικός — ή, ό (Α ὀρχηστικός, ή, όν) [ορχηστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρχηση, χορευτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ορχηστική η τέχνη τού χορευτή αρχ. 1. ο κατάλληλος για όρχηση («τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν εἶναι τὴν… …   Dictionary of Greek

  • υπεράπειρος — ον, ΜΑ [ἄπειρος] περισσότερο και από άπειρος, πέρα από κάθε όριο ([για τον Θεό] «τὴν ὑπεράπειρον αὐτοῡ τῆς δυναμοποιοῡ δυνάμεως... ποίησιν», Διον. Αρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»